Παρασκευή 20 Μαρτίου 2009

Έλλειμμα κεντρικού σχεδιασμού METROPOLIS 20.03.2009

Τελικά η Ελληνική Αστυνομία δεν έχει το μονοπώλιο της αμφισβήτησης για την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά της. Πρόσφατη έκθεση της δεξαμενής σκέψης «Reform» (reform.co.uk) στη Μεγάλη Βρετανία αναδεικνύει το έλλειμμα αποτελεσματικότητας της βρετανικής αστυνομικής υπηρεσίας, η οποία καίτοι είναι η πιο δαπανηρή στον πλανήτη, αδυνατεί να αντιμετωπίσει τόσο την «βαριά εγκληματικότητα» (εμπόριο ναρκωτικών, όπλων και διακίνηση προσώπων) όσο και τις πιο απλές αντικοινωνικές συμπεριφορές.
Τα στοιχεία που παρουσιάζονται έχουν αυξημένο ενδιαφέρον, δεδομένου και του δημόσιου προβληματισμού που διατυπώνεται και στη χώρα μας για τη δομή και οργάνωση που πρέπει να αποκτήσει η Ελληνική Αστυνομία για να αντιμετωπίσει την αυξανόμενη εγκληματικότητα και εν γένει παραβατική συμπεριφορά.
Στη Μεγάλη Βρετανία εντοπίζεται έλλειμμα κεντρικού συντονισμού στην αντιμετώπιση της εγκληματικότητας. Προτείνεται να ανατεθεί στη Μητροπολιτική Αστυνομία η αντιμετώπιση σε εθνικό επίπεδο των σοβαρών απειλών για τη δημόσια ασφάλεια, όπως η τρομοκρατία και το ηλεκτρονικό έγκλημα, και ο συντονισμός των τοπικών αστυνομικών υπηρεσιών, μέσω της διάρθρωσής τους σε ευέλικτους σχηματισμούς περιορισμένου προσωπικού, για την αντιμετώπιση της τοπικής παραβατικής συμπεριφοράς. Επίσης αναδεικνύεται η ανάγκη ύπαρξης μιας κεντρικής βάσης δεδομένων για αξιοποίηση από τις αστυνομικές αρχές, για πιο εύκολο εντοπισμό εγκληματικών στοιχείων ανά την επικράτεια, καθώς και την εγκατάσταση συστήματος επικοινωνιών εθνικής εμβέλειας, που επιτυγχάνει οικονομία κλίμακας σε επίπεδο κόστους και αυξημένη επιχειρησιακή αποτελεσματικότητα. Αντίστοιχη επένδυση προτείνεται για την υιοθέτηση ενιαίου πληροφοριακού συστήματος.
Ο προβληματισμός που διατυπώνεται σε αυτή την έκθεση θέτει το πλαίσιο των επιδιώξεων και των παραμέτρων που πρέπει να ληφθούν υπόψη και στην αντίστοιχη δημόσια διαβούλευση που γίνεται στη χώρα μας, από φορείς και από κόμματα. Η συζήτηση που σήμερα περιορίζεται στο πλαίσιο του σεβασμού η μη των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, ώσαν να ήταν αυτή η μείζονα πρόκληση που έχει να αντιμετωπίσει η Αστυνομία το επόμενο διάστημα. Είναι προφανές, και μοιάζει να διαφεύγει πλήρως από το διάλογο που έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας, ότι μεγαλύτερη απειλή για την αξιοπιστία της Αστυνομίας στα μάτια της κοινωνίας είναι η μειωμένη αποτελεσματικότητα που παρουσιάζει στην αντιμετώπιση της διαρκώς αυξανόμενης εγκληματικής ύλης παρά οι μεμονωμένες περιπτώσεις αστυνομικής αυθαιρεσίας που βλέπουν το φως της δημοσιότητας.
Μια συζήτηση που εστιάζει στις αναγκαίες αλλαγές και παρεμβάσεις στον τεχνολογικό εξοπλισμό (π.χ. ενεργοποίηση και αξιοποίηση του C4I που αγοράστηκε την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων), στη δομή οργάνωσης αλλά και στην παρεχόμενη εκπαίδευση μπορεί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο πραγματικής συναίνεσης για μια ουσιαστική μεταρρυθμιστική παρέμβαση στη λειτουργία των δυνάμεων ασφαλείας της χώρας μας. Αυτό προπάντων προϋποθέτει ευθύνη εκ μέρους των εμπλεκόμενων πλευρών για τοποθέτηση επί των προβλημάτων που ταλανίζουν τη δημόσια ασφάλεια και απεμπλοκή από κοντόφθαλμες προσεγγίσεις με ξεκάθαρο μικροπολιτικό συμφέρον.

Δευτέρα 16 Μαρτίου 2009

Ψάχνοντας για νέο λιμάνι... Ένα σχόλιο για τη Στρατηγική της Λισσαβώνας METROPOLIS 13.03.2009

Η Στρατηγική της Λισσαβώνας προβλήθηκε ως η μεγάλη επιτυχία της κοινωνικής Ευρώπης, των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας δεδομένης της υπεροχής εκείνη την περίοδο των ευρωπαϊκών σοσιαλιστικών και σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων. Έθετε στόχους για ενίσχυση της απασχολησιμότητας (μια έννοια βέβαια που αυτόματα σχετικοποιεί την αντίληψη περί απασχόλησης), την αύξηση του συνολικού ποσοστού της απασχόλησης, με έμφαση στις μεγαλύτερες ηλκίες και στις γυναίκες, και την εξασφάλιση «ασφαλών» θέσεων εργασίας.
Από τότε, έχουν περάσει 10 χρόνια περίπου, έχει κυλήσει πολύ νερό στο αυλάκι αλλά η προσέγγιση στους βασικούς στόχους που είχαν αποφασιστεί μοιάζει μακρινός στόχος. Με δεδομένη και την αλλαγή στον καταμερισμό εργασίας τα τελεταία χρόνια, με την ισχυρή άνοδο των αναπτυσσόμενων κρατών, γίνεται σαφές ότι το πλαίσιο σήμερα διαφοροποιείται σημαντικά από αυτό που υπήρχε προ 10 ετών όταν και θεσπίστηκε η Στρατηγική της Λισσαβώνας.
Ταφόπλακα στις επιδιώξεις της Στρατηγικής έρχεται να βάλει η πρόσφατη διεθνής οικονομική κρίση. Μια κρίση η οποία απειλεί ευθέως, πέραν της οικονομικής ανάπτυξης των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τη συνοχή των ίδιων των κοινωνιών, ανατρέποντας πλήρως τις αναπτυξιακές προτεραιότητες των κρατών.
Η κατάσταση που διαμορφώνεται πλέον προσομοιάζει περισσότερο με μια εργασιακή ζούγκλα παρά σε μια ορθώς λειτουργούσα αγορά εργασίας. Μετά την επέλαση της φιλελεύθερης, νεοφιλελεύθερης θα έλεγα περισσότερο, προσέγγισης της «flexicurity», ενός νεολογισμού που διατείνεται ότι συνδυάζει την ευελιξία με την ασφάλεια των θέσεων εργασίας (με έμφαση στην ευελιξία έναντι της ασφάλειας), τώρα έρχονται νέες λογικές που προχωρούν ακόμα παραπέρα.
Οικοδομείται, με την αγαστή συνέργεια της γενικής περιρρέουσας ατμόσφαιρας, ένα πλαίσιο όπου ο εργαζόμενος θα πρέπει, λίγο ως πολύ, να νιώθει τυχερός επειδή του κάνουν τη χάρη να του δίνουν μια θέση εργασίας, έστω κουτσουρεμένη, χωρίς υπερωρίες, χωρίς σταθερό ωράριο, με τη δαμόκλειο σπάθη της απόλυσης, στο όνομα πάντα της «άδικης» παγκοσμιοποίησης...
Τι μπορεί να γίνει από εδώ και πέρα; Εν μέσω μιας πραγματικά πρωτοφανούς κρίσης, μια νέα παρέμβαση στην χειμαζόμενη αγορά εργασίας των κρατών μελών της Ε.Ε. μπορεί να αποτέλεσαι κεντρικό εργαλείο στην προσπάθεια αντιμετώπισης της κρίσης. Η στήριξη της ζήτησης, μέσω της στήριξης των μισθών και των θέσεων εργασίας, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την αποφυγή της ύφεσης που ήδη έχει κάνει την εμφάνιση της στις περισσότερες ευρωπαϊκές οικονομίες. Μια νέα Στρατηγική που θα αποσκοπεί στην προστασία των θέσεων εργασίας, με βάση την παραγωγικότητα (ιδίως στους τομείς της βιώσιμης ή πράσινης ανάπτυξης και των νέων τεχνολογιών), θα επανεξετάζει την αποδοτικότητα της επαγγελματικής κατάρτισης και της στενής διασύνδεσης με τις εξελίξεις στην αγορά εργασίας, καθώς και προσαρμογές των ρυθμίσεων διακίνησης των εργαζομένων στην ενιαία αγορά εργασίας, υπό το πρίσμα κιόλας των πιέσεων που δέχεται από τη αθρόα εισροή μεταναστευτικού δυναμικού που συμπιέζει τους μισθούς, ιδίως των ανειδίκευτων εργατών.