Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Αναζητώντας την πολιτική ευθύνη…. METROPOLIS 31.07.2009

Με αφορμή την πρόσφατη έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, για τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας και τις ριζικές τομές που πρέπει να γίνουν, ανεδείχθη για άλλη μια φορά ο ιδιαίτερος τρόπος με τον οποίο αντιδρούν κόμματα και ΜΜΕ απέναντι σε αυτού του είδους εκθέσεις.

Αυτή η έκθεση του διεθνούς οργανισμού, που δεδομένης της μηδενικής δεσμευτικότητας για τη χώρα μας αποτελεί ουσιαστικά σύσταση ή παραίνεση και όχι «εντολή», έδωσε μπόλικη τροφή στο δημόσιο διάλογο για τις μεταρρυθμίσεις που πρέπει να προωθηθούν στην ελληνική οικονομία.

Συχνά διαβάζουμε εκθέσεις οι οποίες αναδεικνύουν ζητήματα σε διάφορους τομείς της οικονομικής και κοινωνικής ζωής της πατρίδας μας, τα συμπεράσματα και τις παραινέσεις των οποίων υιοθετούνται αβίαστα από το δημόσιο διάλογο.

Η ευκολία με την οποία προβάλλεται η άποψη ότι το ΔΝΤ, και αντίστοιχα άλλοι διεθνείς οργανισμοί, επιβάλλει πολιτικές στη χώρα μας απορρέει από μια κακή κουλτούρα που έχει κυριαρχήσει στο δημόσιο διάλογο για το βαθμό επιρροής του «διεθνούς παράγοντα» στα εσωτερικά της χώρας μας. Η εντύπωση που αποκομίζει ένας παρατηρητής αυτού του δημόσιου διαλόγου είναι ότι η χώρα μας υπόκειται σε διεθνή εποπτεία των πολιτικών της, ότι οι αποφάσεις λαμβάνονται στο εξωτερικό από κάποιους που αποφασίζουν αυθαίρετα, ότι εντέλει η πολιτική ελίτ της χώρας αλλά και οι πολίτες είναι ανήμποροι να αντιδράσουν, άρα και άμοιροι ευθυνών για τις εξελίξεις. Την ίδια στιγμή αποφάσεις και πρωτοβουλίες που προέρχονται από το εξωτερικό, στην περίπτωση που έχουν θετική επίδραση για τους πολίτες, παρουσιάζονται ως πρωτοβουλίες και πολιτικές αποφάσεις της οικείας πολιτικής ελίτ.

Αυτή η εργαλειακή αξιοποίηση των πρωτοβουλιών των διεθνών οργανισμών εκ μέρους της πολιτικής ελίτ έχει δύο καίριες επιπτώσεις στην πολιτική διεργασία. Πρώτον επηρεάζει καθοριστικά τη νομιμοποίηση αυτών των διεθνών οργανισμών στα μάτια της ελληνικής κοινωνίας και δεύτερον, και κυριότερο, παραμορφώνει το πώς αντιλαμβάνεται η ελληνική κοινωνία την ευθύνη της πολιτικής ελίτ απέναντι στα ζητήματα που καλείται να διαχειριστεί.

Όσον αφορά στο πρώτο σκέλος, συχνά βλέπουμε τμήματα της ελληνικής κοινής γνώμης να στρέφονται κατά κάποιου διεθνούς οργανισμού γιατί μια πολιτική απόφαση ελήφθη με την επίκληση του. Π.χ. συχνά αναθεματίζουμε τις «Βρυξέλλες» για πολιτικές πρωτοβουλίες που στην πραγματικότητα αποφασίστηκαν με τη συμμετοχή της ελληνικής κυβέρνησης. Αντιστρόφως, οδηγίες ή κανονισμοί που αποτελούν βήματα προόδου για τη χώρα μας και προωθούνται από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς συνήθως προβάλλονται ως μεγάλες πολιτικές πρωτοβουλίες της εκάστοτε κυβέρνησης.

Και εδώ φτάνουμε στο δεύτερο σκέλος, που είναι η πολιτική ευθύνη της πολιτικής ελίτ απέναντι στις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η πατρίδα μας. Όταν έχει εμπεδωθεί η αντίληψη στην ελληνική κοινωνία ότι λίγο πολύ το μέλλον μας δεν βρίσκεται στα χέρια μας, μειώνεται η πίεση και οι απαιτήσεις από τους πολιτικούς μας. Απουσιάζει η αναζήτηση ευθυνών, οι οποίες απευθύνονται και εκτονώνονται προς τα θολά «αλλότρια κέντρα αποφάσεων».

Έτσι καταλήγουμε να έχουμε συχνά πολιτικά ανεύθυνους πολιτικούς που σχεδιάζουν με γνώμονα την επόμενη εκλογική μάχη, κύριο όπλο την επικοινωνία και χωρίς ουσιαστικό δημοκρατικό έλεγχο από τους πολίτες. Πολιτικούς που εφηύραν την έννοια του «πολιτικού κόστους, μια έννοια απολύτως έωλη σε κάθε άλλη κοινωνία καθώς δεν νοείται πολιτική δράση χωρίς ρήξεις, συγκρούσεις, συγκυριακό κόστος και μακροπρόθεσμο όφελος για την κοινωνία. Και ακριβώς αυτός είναι ο ρόλος των πολιτικών, να εμπνεύσουν τους πολίτες, παρουσιάζοντας τα προβλεπόμενα οφέλη για την κοινωνία, ούτως ώστε να πετύχουν την στήριξη της κοινωνίας ενόψει του συγκυριακού κόστους.

Αντ’ αυτού, συχνά προσφεύγουμε στην κατασκευή κάποιου «μπαμπούλα» για να πιέσουμε την κοινωνία να ακολουθήσει μια επιλογή, όσο σωστή και αν είναι αυτή. Κλασικό παράδειγμα αυτής της στρατηγικής υπήρξε η προβολή της ανάγκης δημοσιονομικής προσαρμογής της χώρας μας τη δεκαετία του ’90, όταν το ισχυρότερο επιχείρημα ήταν ότι «θα μείνουμε εκτός Ευρώπης». Η πραγματικότητα ήταν (και είναι) βέβαια ότι η χώρα μας χρειαζόταν και χρειάζεται δημοσιονομική σταθερότητα για να ισχυροποιεί την ανταγωνιστικότητά της οικονομίας της.

Η παραπάνω ανάλυση δείχνει ότι σήμερα υπάρχει ένα τεράστιο έλλειμμα ουσιαστικού διαλόγου στην κοινωνία και την πολιτική για τα πραγματικά προτάγματα που πρέπει να θέσει η ελληνική κοινωνία, χωρίς την επίκληση «χωροφυλάκων» ή την κατασκευή ψευδοδιλημμάτων. Ένας ουσιαστικός διάλογος που θα γίνει με την πρωτοβουλία και την καθοδήγηση της πολιτικής ελίτ της χώρας, η οποία έχει άλλωστε το ρόλο και την ευθύνη της αντιμετώπισης των προκλήσεων αυτής της δύσκολης περιόδου που διανύουμε.

Παρασκευή 17 Ιουλίου 2009

Ανεξήγητη σπουδή, πολιτικές παρενέργειες….. METROPOLIS 17.07.2009

Η επιλογή της κυβέρνησης, έπειτα από μια μεγάλη επιχειρησιακή επιτυχία, να προχωρήσει στην αντικατάσταση του διοικητή της Ε.Υ.Π. κ. Κοραντή, δείχνει μια σπουδή που δημιουργεί ερωτηματικά. Ερωτηματικά τόσο όσον αφορά στη χρονική συγκυρία και στους λόγους που οδήγησαν τον κ. Κοραντή στην έξοδο, όσο και όσον αφορά στην επιλογή του αντικαταστάτη του.
Σχετικά με το πρώτο σκέλος, οι δηλώσεις Κοραντή που συσχετίζουν την ουσιαστική αποπομπή του με την ενόχληση υπουργών λόγω των διαρροών των διαλόγων που εντόπισε ο μηχανισμός της ΕΥΠ, ασφαλώς ενοχλούν την κοινή γνώμη. Η ευκολία με την οποία «θυσιάζεται» ένας κρατικός λειτουργός με αξιοσημείωτη θητεία στο υπουργείο Εξωτερικών και στην ΕΥΠ, στο βωμό εσωκομματικών και άλλων ισορροπιών, υποδεικνύει μια αδυναμία της κυβέρνησης να αντιμετωπίσει πιέσεις εξωθεσμικές ενώ ακυρώνει κάθε δυνατότητα πολιτικής αξιοποίησης της εξάρθρωσης της εγκληματικής συμμορίας που εντοπίστηκε χάριν στην ΕΥΠ. Ταυτόχρονα, δημιουργεί έντονες ανησυχίες για τις παρενέργειες από πιθανή διαρροή άλλων τμημάτων των διαλόγων που ηχογραφήθηκαν από το περίφημο «βαλιτσάκι» ή διαλόγων άλλων υποθέσεων στο μέλλον.
Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος των ερωτηματικών, η επιλογή ενός εν ενεργεία εισαγγελέα, με πολιτική φόρτιση όπως ο κ. Παπαγγελόπουλος, το μόνο που επιτυγχάνει είναι να συγκεντρώσει τα φώτα της πολιτικής αντιπαράθεσης γύρω από μια υπηρεσία της οποίας το κύρος είναι υπό αμφισβήτηση. Την ίδια στιγμή που η ΕΥΠ στερείται του εισαγγελέα που θα ασκεί δικαστικού ελέγχου που θεσμοθέτησε ο πρόσφατος νόμος που διέπει τη λειτουργία της. Ακόμα και ο πιο ευκολόπιστος παρατηρητής δυσκολεύεται να αντιληφθεί τον τρόπο με τον οποίο η ΕΥΠ θα λειτουργήσει πιο αποτελεσματικά και αξιόπιστα υπό την καθοδήγηση ενός δικαστικού.
Θυμίζουμε ότι υπό τη σκιά μιας άλλης, πολύ πιο σοβαρής πράγματι, δύσκολης συγκυρίας για την ΕΥΠ, την εποχή της υπόθεσης Οτσαλάν, η κυβέρνηση Σημίτη επέλεξε, για επικοινωνιακούς λόγους, ένα διπλωμάτη για νέο διοικητή της υπηρεσίας, θέλοντας να δώσει το στίγμα του καλύτερου πολιτικού ελέγχου της. Και τότε και τώρα, η πολιτική αντιπαράθεση έρχεται να δημιουργήσει πληγές στους θεσμούς της χώρας, πέραν από τις παρενέργειες που υπόσχεται η επιλογή του νέου διοικητή…..

Δευτέρα 13 Ιουλίου 2009

Πατριωτικός Παρεμβατισμός: άλλο ένα επικοινωνιακό πυροτέχνημα...METROPOLIS 10.07.2009

Και εγένετο «πατριωτικός παρεμβατισμός», ή αλλιώς το νέο ιδεολόγημα που σύμφωνα με τον εμπνευστή του, τον πρόεδρο του ΛΑΟΣ Γ. Καρατζαφέρη, θα αποτελέσει την απάντηση στον νεοφιλελευθερισμό και το σοσιαλισμό.
Με προτεραιότητα τον πολίτη και στόχευση την καταπολέμηση της φτώχειας, ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ διατείνεται ότι μέσω του πατριωτικού παρεμβατισμού θα «εξαφανίσει» την ανεργία από την Ελλάδα. Πώς θα συμβεί αυτό; Μέσω της συγκρότησης ενός στρατιωτικού τύπου σώματος, όπως η παλαιά ΜΟΜΑ, που εκτελούσε διάφορα έργα κοινωνικού ενδιαφέροντος αξιοποιώντας τους στρατεύσιμους. Αυτό το σώμα θα συμπεριλαμβάνει όλους τους ανέργους της χώρας, για 5 χρόνια και με πλήρη μισθολογικά και ασφαλιστικά δικαιώματα. Άλλες «παρεμβάσεις» στο πλαίσιο του ιδεολογήματος είναι η χορηγία ενός αριθμού κυβικών νερού και κιλοβατωρών ρεύματος σε κάθε οικογένεια.
Προφανώς ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ, προσπαθεί του να αναδείξει μια νέα φυσιογνωμία του κόμματός του, πέραν από τη σημερινή εικόνα ενός απολύτως προσωποκεντρικου σχήματος με κύρια επιδίωξη τη συγκυβέρνηση με τη Νέα Δημοκρατία. Θέλει να προσδώσει χαρακτηριστικά κινήματος, χρησιμοποιεί φρασεολογία αντίστοιχη με αυτή του Αντρέα Παπανδρέου, για να πείσει για τον «πατριωτικό» και «φιλολαϊκό» χαρακτήρα του μορφώματος στο οποίο ηγείται.
Αυτό που παραβλέπει όμως ο Γ. Καρατζαφέρης είναι να αντιληφθεί ότι με πυροτεχνήματα τύπου ΜΟΜΑ, δεν μπορεί να πείσει κανέναν ότι αποτελεί αξιόπιστη και υπεύθυνη πολιτική επιλογή. Ένα σχήμα που κινείται με οβιδιακές μετατοπίσεις σε επίπεδο πολιτικών προτάσεων, που διατείνεται ότι συγκρούεται με το καρτέλ των τραπεζών αλλά προτείνει για οικουμενικό υπουργό Οικονομίας τον Λουκά Παπαδήμο, εκλεκτό του Κ. Σημίτη και κατ’ εξοχήν εκπρόσωπο της μονεταριστικής λογικής στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, που μάχεται τη διαπλοκή αποτελώντας το περισσότερο εκπροσωπούμενο κόμμα στα ίδια τα «παράθυρα» της διαπλοκής.
Αυτό το πολιτικό μόρφωμα έρχεται τώρα να προτείνει λύσεις που θυμίζουν άλλες εποχές, όταν το κράτος παρενέβαινε στην οικονομία και στην κοινωνία με στρατιωτικού τύπου λύσεις, πάντα όμως στο όνομα της πατρίδας και του συμφέροντος του λαού.
Αυτή η λύση της δημιουργίας ενός κρατικοδίαιτου «στρατεύματος» τέως ανέργων, οι οποίοι αγνοείται από πού θα πληρώνονται, καθώς ο πρόεδρος του ΛΑΟΣ παρέλειψε να μας διαφωτίσει επί τούτου, σαφώς δεν μπορεί καν να μπει σε αξιολόγηση. Αυτό όμως που καλείται ο έλληνας πολίτης να αξιολογήσει είναι πώς ένα μόρφωμα που έχει τόσο αντιφατικές και εκτός πραγματικότητας προτάσεις, παρουσιάζεται, και μέσω της υπερπροβολής από τα Μέσα εμπεδώνει, την εικόνα μιας εναλλακτικής πρότασης απέναντι στο απαξιωμένο πολιτικό σύστημα.